- γιατρικός
- -ή, -ό (AM ιατρικός, -ή, -όν) [ιατρός]1. αυτός που έχει θεραπευτικές ιδιότητες2. το ουδ. ως ουσ. γιατρικό, το (AM ιατρικόν)φάρμακο, οτιδήποτε θεραπεύει ή ανακουφίζει από σωματικό ή ψυχικό πόνο.[ΕΤΥΜΟΛ. ιατρός > ιατρικός > γιατρικός].
Dictionary of Greek. 2013.